- λαχειοφόρος, -ος
- λαχειοφόρος, -ος και -α, -ο ό,τι δίνει το δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών: Κέρδισε ένα αυτοκίνητο στη λαχειοφόρα αγορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαχειοφόρος — ο, θηλ. και α αυτός που γίνεται με λαχείο, με λαχνό, αυτός που παρέχει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών («λαχειοφόρος αγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαχεῖον + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek